- ανετυμολόγητος
- ος , ον у которого не определена этимология
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανετυμολόγητος — η, ο (Α ἀνετυμολόγητος, ον) (για λέξεις) αυτός που δεν μπορεί να ετυμολογηθεί … Dictionary of Greek
ανετυμολόγητος — η, ο (γλωσσ.), αυτός που δεν ετυμολογήθηκε, δε βρέθηκε η αρχική του προέλευση: Αρκετές λέξεις, παλιές και νέες, είναι ανετυμολόγητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνετυμολογήτῳ — ἀνετυμολόγητος of unknown derivation masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)